πριβάτος

πριβάτος
και πριουᾱτος και πρέβετος, ὁ, Μ
1. ιδιωτικός, προσωπικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πριβᾱτα και πριουᾱτα
χρήματα και κτήματα τα οποία ανήκαν ιδίως στον βασιλιά
3. φρ. «πριβάτων κόμης [ή κόμις]»
(στο Βυζάντιο) αυτός που είχε ως καθήκον τη φροντίδα και τη φύλαξη τών βασιλικών θησαυρών ή ο ταμίας τών βασιλικών κτημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. privatus «ιδιωτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”